- δροσός
- Λεπτό στρώμα από υδροσταγονίδια που σχηματίζεται στη διάρκεια της νύχτας και κυρίως κατά τις πρωινές ώρες, πάνω στις επιφάνειες διαφόρων σωμάτων στην ύπαιθρο. Το φαινόμενο παρατηρείται όταν η θερμοκρασία των σωμάτων κατέρχεται σε τέτοιο σημείο, προκαλώντας τον κορεσμό του αέρα που βρίσκεται σε επαφή με αυτά και τη συμπύκνωση των υδρατμών του. Η ψύξη αυτή οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στη νυχτερινή θερμική ακτινοβολία. Το φαινόμενο ευνοείται προπάντων όταν ο ουρανός είναι αίθριος και κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ημέρας υπάρχει μια αρκετά αισθητή εξάτμιση από το έδαφος. Η εξάτμιση αυτή, εξαιτίας της πτώσης της θερμοκρασίας κατά τη νύχτα, αναγκάζει το στρώμα των υδρατμών να επικαθίσει ως υγρό πάνω στα σώματα του εδάφους και να σχηματιστεί έτσι η δ. Η έλλειψη ρευμάτων αέρα ευνοεί το φαινόμενο, ενώ η ηρεμία που επικρατεί στα χαμηλά στρώματα της ατμόσφαιρας είναι ιδανική συνθήκη για την ανάπτυξη της δ. Η μεγαλύτερη ένταση του φαινομένου που παρατηρείται σε ορισμένες φυτικές επιφάνειες οφείλεται στη συμπύκνωση πάνω σε αυτές, εκτός από την υγρασία του αέρα, και εκείνης που εξέρχεται από τις ίδιες τις επιφάνειες.
Σημείο δ. ονομάζεται η θερμοκρασία με την οποία μια περιοχή της κατώτερης ατμόσφαιρας, με ορισμένη απόλυτη υγρασία, γίνεται κεκορεσμένη από υδρατμούς, με αποτέλεσμα να συμπυκνωθούν οι υδρατμοί που πλεονάζουν και να σχηματιστεί η δ. Αν η θερμοκρασία δ. κατέβει υπό το μηδέν, τότε αντί της υγρής δ. (νερό), σχηματίζεται στερεή πάχνη (πάγος).
Φύλλα σκεπασμένα με λεπτό στρώμα δρόσου. Όταν οι σταγόνες γίνουν μεγάλες, η δρόσος είναι ορατή.
* * *ο1. δροσό, σκιερός τόπος2. δειλινό, βραδάκι.
Dictionary of Greek. 2013.